- τρόμπα
- Πνευστό μουσικό όργανο αρχαίας προέλευσης, το οποίο για μεγάλο διάστημα χρησιμοποιήθηκε μόνο για στρατιωτικά σαλπίσματα. Οι αρχαίες τ., κυρίως από ορείχαλκο και ασήμι, είχαν διάφορες μορφές και ονομασίες: π.χ. τούμπα (σάλπιγγα), ένας ίσιος και μακρύς σωλήνας, ίσως προϊστορικής καταγωγής, που ήταν πολύ διαδεδομένη στη ρωμαϊκή εποχή, βούκινο, μακρύ και στριφτό μέχρι του σημείου να σχηματίζει σχεδόν ένα κύκλο, που χρησιμοποιόταν κατά τους λατινικούς χρόνους, ή τέλος lituus, ρωμαϊκή σάλπιγγα, ευθεία, αλλά με κωνοειδή κατάληξη, που την προτιμούσαν τον Μεσαίωνα. Ακόμα και όταν καθιερώθηκε ως πραγματικό μουσικό όργανο, η τ. διατήρησε για μεγάλο διάστημα το χαρακτηριστικό να εκπέμπει αποκλειστικά φυσικούς ήχους: απαρτιζόταν από έναν ίσιο σωλήνα και είχε, σε σχέση με τη σημερινή, πλατύτερο στόμιο, που της έδινε ένα γλυκύτατο ήχο. Στις αρχές του 19ου αι. χρησιμοποιήθηκαν χρωματικές τ., εφοδιασμένες με πιστόνια και βαλβίδες, ικανές να εκπέμπουν όλους τους φθόγγους της χρωματικής κλίμακας. Σήμερα, οι φυσικές τ. χρησιμοποιούνται μόνο στους στρατώνες για σαλπίσματα.
Στη σύγχρονη συμφωνική ορχήστρα, η τ. που χρησιμοποιείται περισσότερο είναι σε φα και σε σι ύφεση, με μια έκταση από περίπου δύο οκτάβες. Ο Βάγκνερ χρησιμοποίησε στην Τετραλογία ένα ειδικό τύπο βαθύφωνης τ., που χρησιμοποιήθηκε μεταξύ άλλων και από τον Στραβίνσκι στην Ιεροτελεστία της ανοίξεως. Ο Μπαχ και ο Χέντελ χρησιμοποίησαν, αντίθετα, στις συνθέσεις τους τ. μικρότερων διαστάσεων, σε ρε, πολύ υψηλές. Μουσική για τ. έγραψαν και ο Χάιντν (ένα κοντσέρτο), ο Ρ. Στράους (ένα κοντσέρτο), ο Σεν-Σανς (ένα σεπτέτο), ο Χίντεμιτ (μια σονάτα) κ.ά.
Σήμερα η τ. κατέχει σημαντική θέση στην τζαζ, της οποίας είναι το σπουδαιότερο όργανο συχνά χρησιμοποιούμενη με σουρντίνα (με σουρντίνα τη χρησιμοποίησε και ο Μότσαρτ στον Μαγεμένο αυλό) και είναι δημοφιλέστατη, εξαιτίας μερικών διάσημων εκτελεστών, όπως π.χ. ο Λούις Άρμστρονγκ. Συχνή χρήση της τ. γίνεται επίσης και σε έργα σύγχρονης μουσικής.
Η τρόμπα, πνευστό μουσικό όργανο αρχαίας προέλευσης κατέχει σημαντική θέση στην τζαζ μουσική (φωτ. ΑΠΕ).
* * *και τρούμπα, η, Ν1. αντλία νερού2. αεραντλία3. σάλπιγγα («παίζει τρόμπα»)4. ψεκαστήρας5. μτφ. αυνανισμός6. φρ. α) «τό ρίχνει με την τρόμπα» — βρέχει πάρα πολύβ) «τρόμπα μαρίνα»i) τηλεβόαςii) μεγάλο κοχύλι με το οποίο τα ιστιοφόρα πλοία μεταδίδουν ηχητικά σήματα κατά τη διάρκεια ομίχλης, αλλ. μπουρούγ) «πήρε την τρόμπα μαρίνα» — τό 'κάνε βούκινο, διέδωσε παντού το μυστικό.[ΕΤΥΜΟΛ. ιταλ. trόmba «αντλία, σάλπιγγα»].
Dictionary of Greek. 2013.